- φωρή
- ἡ, Αιων. τ. βλ. φωρά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φώρη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. φωρά … Dictionary of Greek
φωρά — και ιων. τ. φωρή και κατά τον Ησύχ. φώρη, ἡ, Α 1. κλοπή 2. ανακάλυψη 3. (κατά τον Ησύχ.) έρευνα 4. φρ. «ἐπ αὐτῇ τῇ φωρᾷ» επ αυτοφώρω (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Η λ., ως προς τη σημ. «ανακάλυψη», έχει δεχθεί την επίδραση τού ρ. φωρῶ] … Dictionary of Greek